- ξεβγάλλω
- ξεβγάλλω (Μ)βγάζω έξω.[ΕΤΥΜΟΛ. < έξ-έβαλλον, πρτ. τού ἐκβάλλω (βλ. και ξε-)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεβγαλτής — και ξεβγαρτής, ο [ξεβγάλλω] αυτός που συνοδεύει κάποιον προκειμένου να περάσουν μέρος όπου κατοικούν εχθροί τού τελευταίου, ο συνεβγάλτης … Dictionary of Greek